Intervention of EEKE to the legislative proposal of the Parliamentary Group of SYRIZA for the Indebted Households.

Η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας, την Τετάρτη 01 Αυγούστου 2012 κατέθεσε στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ουσιαστικές προτάσεις για την ανακούφιση των Υπερχρεωμένων Νοικοκυριών.

Το κείμενο που κατατέθηκε και ακολουθεί κατωτέρω συνοψίζει τις θέσεις της Ένωσής μας, εκφράζει την έντονη ανησυχία μας για τις δυσκολίες που έχουμε μέχρι σήμερα συναντήσει στην εφαρμογή του ισχύοντος νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, υπογραμμίζει τις ασάφειες και αδυναμίες του Ν. 3869/2010 και τονίζει τα σημεία της πρότασης νόμου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ που μπορούν να δώσουν μία ανάσα στις κοινωνικές ομάδες εκείνες που αδυνατούν λόγω των συνθηκών να ικανοποιήσουν τα χρέη τους και βρίσκονται σε αδιέξοδο.

Παράλληλα, το κείμενο προτάσεων και παρατηρήσεων που καταθέσαμε αναφέρει αναλυτικά και τα σημεία εκείνα της εν λόγω πρότασης νόμου που κρίναμε ασαφή αλλά και με δυσκολίες στην εφαρμογή τους, πιστεύοντας ότι έτσι θα συνεισφέρουμε στον κοινό προβληματισμό των εμπλεκομένων φορέων για τη βελτίωση του ισχύοντος καθεστώτος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.

Ακολουθούν οι προτάσεις μας.

Προς 

Την Κοινοβουλευτική Ομάδα

ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ 

    Αθήνα, 01-8-2012

           Αρ. Πρωτ. (561) 

Θέμα: Περιθώρια βελτίωσης των διατάξεων του ν. 3869/2010 για την ανακούφιση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών

Εκ μέρους της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας θα θέλαμε να θέσουμε υπόψη σας τις ακόλουθες γενικές διαπιστώσεις:

Πρώτη διαπίστωση: η συζήτηση για τους υπερχρεωμένους δανειολήπτες δεν ξεκινάει σήμερα και ούτε ξεκινάει από μηδενική βάση. Η συζήτηση αυτή έχει ήδη γίνει και κατέληξε στο Νόμο 3869 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 130 στις 3 Αυγούστου 2010.

Έκτοτε, ο Νόμος εφαρμόζεται με συστηματικό τρόπο μέσω των Ενώσεων Καταναλωτών από τον Ιούνιο 2011.

Σήμερα, 1η Αυγούστου 2012, υπάρχουν αποτελέσματα και εμπειρίες από την έμπρακτη εφαρμογή του Νόμου για τη Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων.

Θα ήταν, λοιπόν, εποικοδομητικότερο η συζήτησή μας να μην γίνεται από μηδενική βάση αλλά πάνω στη βάση της αξιολόγησης και αποτίμησης της υφιστάμενης νομοθεσίας και των αποτελεσμάτων που επέφερε και των ανεπαρκειών που ανέδειξε η έμπρακτη εφαρμογή της.

Εμείς στην ΕΕΚΕ, αφού συστηματοποιήσαμε τις υποθέσεις υπερχρεωμένων που χειριστήκαμε μέχρι σήμερα σε βάση δεδομένων και έχοντας επεξεργαστεί τα χαρακτηριστικά τους, διαμορφώνουμε τις προτάσεις μας για τους υπερχρεωμένους δανειολήπτες. Πιστεύω ότι στις αρχές Σεπτεμβρίου θα είμαστε σε θέση να παρουσιάσουμε δημοσίως τις προτάσεις μας.

Δεύτερη διαπίστωση: Όλοι οι υπερχρεωμένοι δανειολήπτες δεν μπαίνουν στο ίδιο καλάθι. Δεν είναι όλοι ίδιοι αλλά και ούτε ίσοι έναντι του χρέους.

Υπάρχουν άποροι δανειολήπτες που διαβιούν αποκλειστικά από την εργασία των χεριών τους και του μυαλού τους αλλά υπάρχουν και εύποροι δανειολήπτες με μεγάλη ή μικρή περιουσία οι οποίοι απασχολούνται κάπως ή και δεν απασχολούνται καθόλου.

Συνεπώς, από μόνο του το εξατομικευμένο εισοδηματικό κριτήριο δεν απεικονίζει πλήρως την πραγματικότητα της υπερχρέωσης. Απαιτείται και η συμπερίληψη του περιουσιακού κριτηρίου για να οριστεί η ομάδα των υπερχρεωμένων δανειοληπτών που χρειάζεται δημόσια στήριξη. Αλλά ούτε και το περιουσιακό κριτήριο επαρκεί εάν δεν τοποθετηθεί με τη σειρά τους στο υφιστάμενο πλέγμα ανιούσας ή κατιούσας συγγένειας που κληροδοτεί και κληρονομεί περιουσίες, απαιτήσεις και υποχρεώσεις.

Τρίτη διαπίστωση: Τα χρέη των υπερχρεωμένων δανειοληπτών δε χρήζουν στο σύνολό τους της ίδιας αντιμετώπισης, καθώς διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες.

Θυμίζουμε επίσης ότι απαντώνται τρεις διακριτές ομάδες χρεών:

Πρώτη ομάδα: τα καταναλωτικά δάνεια για τρέχουσα κατανάλωση που περιλαμβάνει από ψώνια στο σούπερ-μάρκετ μέχρι και διακοποδάνεια. Στην περίπτωση αυτή δεν προκύπτει κανένα απολύτως περιουσιακό στοιχείο.

Δεύτερη ομάδα: τα καταναλωτικά δάνεια για την αγορά διαρκών καταναλωτικών αγαθών – περιουσιακών στοιχείων όπως αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες ή οικιακές συσκευές. Στην περίπτωση αυτή προκύπτει ένα διαχρονικά απαξιούμενο περιουσιακό στοιχείο.

Τρίτη ομάδα: τα στεγαστικά δάνεια για την αγορά ή κατασκευή πρώτης ή εξοχικής ή άλλης κατοικίας. Στην περίπτωση αυτή προκύπτει ένα διαχρονικά μακροπρόθεσμα υπεραξιούμενο περιουσιακό στοιχείο.

Είναι προφανές ότι κάθε ομάδα συναπαρτίζεται από επιμέρους υποομάδες σε συνάρτηση με πρόσθετα κριτήρια και ότι όλες τους –ομάδες και υποομάδες- δεν μπορούν να τύχουν από άποψη αρχής της ίδιας αντιμετώπισης. Απαιτείται λοιπόν η ανάλογη εξειδίκευση των δημόσιων παρεμβάσεων.

Τέταρτη διαπίστωση: ο χρόνος σύναψης μιας δανειακής σύμβασης διαφοροποιεί ποιοτικά δύο περιπτώσεις οι οποίες έχουν κατά τα άλλα τα ίδια ακριβώς  χαρακτηριστικά.

Όλοι μας αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμα και το ίδιο πρόσωπο εάν έχει συνάψει μια δανειακή σύμβαση αγοράς πρώτης κατοικίας 20ετούς διάρκειας πριν από 3 ή 18 έτη αποτελεί ποιοτικά δυο διαφορετικές περιπτώσεις. Στην περίπτωση της 3ετίας ο δανειολήπτης έχει εξοφλήσει το 10% της συνολικής οφειλής του ενώ στην περίπτωση της 18ετίας έχει εξοφλήσει το 85% αυτής.

Είναι προφανές ότι οι δύο περιπτώσεις δεν μπορούν να εξομοιωθούν και να αντιμετωπιστούν θεσμικά με τον ίδιο τρόπο.

Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από τις παραπάνω διαπιστώσεις είναι ότι απαιτείται κατηγοριοποίηση των περιπτώσεων αδυναμίας εξυπηρέτησης των τραπεζικών υποχρεώσεων και αντίστοιχη εξειδικευμένη αντιμετώπισή τους. Γενικές αρχές που περιλαμβάνουν όλους και όλα δεν παράγουν συνήθως κοινωνικά δίκαιες λύσεις.

Επισημαίνουμε ακολούθως ορισμένες ειδικές παρατηρήσεις:

Πρώτη παρατήρηση: ο ορισμός των μηνιαίων καταβολών μέχρι ενός ορισμένου ποσοστού επί του μηνιαίου εισοδήματος του δανειολήπτη είναι εντελώς αυθαίρετος. Για ποιό λόγο να είναι 30% και όχι 35% ή 25%;

Απεναντίας εμείς στην ΕΕΚΕ φρονούμε ότι πρέπει να χρησιμοποιηθεί μια αλγεβρική διατύπωση: το ποσοστό των μηνιαίων καταβολών εξυπηρέτησης επί του εισοδήματος να είναι το ίδιο καταρχήν με εκείνο που ήταν πριν να επέλθει η μείωση του εισοδήματος του δανειολήπτη. Οριακές περιπτώσεις θα πρέπει να εξετάζονται σε μία ad hoc βάση.

Δεύτερη παρατήρηση: ο περιορισμός των μηνιαίων καταβολών εξυπηρέτησης σε ένα ποσό ή ποσοστό του εισοδήματος επέρχεται πολύ εύκολα με την αντίστοιχη επιμήκυνση της όποιας δανειακής σύμβασης.

Το ζήτημα, ωστόσο, που προκύπτει είναι το ποιός φέρει το πρόσθετο κόστος που συνεπάγεται η κάθε επιμήκυνση. Ο δανειστής, ο δανειολήπτης ή και οι δύο από κοινού;

Τρίτη παρατήρηση: η μεταβλητή συσχέτιση των καταβολών εξυπηρέτησης του όποιου υφιστάμενου τραπεζικού χρέους με την τρέχουσα κατάσταση απασχόλησης των υπερχρεωμένων δανειοληπτών δημιουργεί ένα κίνητρο υπέρ της αδήλωτης απασχόλησης. Κανένας υπερχρεωμένος δεν έχει κίνητρο να δηλώσει εργασία που αποφέρει εισόδημα ή μεγαλύτερο εισόδημα από το δηλούμενο στην αίτηση ρύθμισης των χρεών του εάν τμήμα αυτών κατευθύνεται αυτόματα προς την εξυπηρέτηση των τραπεζικών οφειλών του, όπως συμβαίνει με το Νόμο 3869.

Η αντιμετώπιση αυτής της παρενέργειας που ήδη προκαλείται από το σχετικό Άρθρο 8, παρ. 4 του Νόμου 3869 χρήζει –κατά τη γνώμη μας- επείγουσας αντιμετώπισης. Το να δομηθεί πάνω στην αντιμετώπιση της υπερχρέωσης μια περαιτέρω επέκταση της αγοράς αδήλωτης εργασίας δεν συνιστά κοινωνικά αποδοτική λύση.

Τέταρτη παρατήρηση: το ζήτημα των εγγυητών δεν αντιμετωπίζεται από το Νόμο 3869. Ακόμα και στην περίπτωση που δικαστική απόφαση αναγνωρίζει ότι ο δανειολήπτης δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, αυτό δεν απαγορεύει στο δανειστή να στραφεί κατά του εγγυητή για την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του οφειλέτη.

Συνεπώς, το ζήτημα των εγγυητών παραμένει ανοικτό.

Πέμπτη παρατήρηση: αρκετά από τα καταναλωτικά δάνεια και πολλά από τα στεγαστικά έχουν τιτλοποιηθεί και έχουν πωληθεί σε επενδυτικούς και ποικίλους χρηματοπιστωτικούς φορείς στο εξωτερικό.

Ποιά είναι η ισχύς της όποιας εθνικής νομοθεσίας σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Πόσο δεσμευτική είναι η όποια ρύθμιση της ελληνικής νομοθεσίας για τους αλλοδαπούς δανειστές; Το ζήτημα απαιτεί περαιτέρω εξειδικευμένη νομική διερεύνηση.

Έκτη και τελευταία παρατήρηση: Τα όργανα διαχείρισης των αιτημάτων αναθεώρησης του καταβαλλόμενου μηνιαίου ποσού για την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων (π.χ. Τριμελής Επιτροπή), καθώς και τα όργανα ή οι φορείς επιβολής ποινών και προστίμων στους μη εφαρμόζοντες τις προτεινόμενες νομοθετικές διατάξεις, θα πρέπει να έχουν σαφή νομική υπόσταση, να συνάδουν με το υφιστάμενο νομικό καθεστώς, αλλά και να λειτουργούν με διαφανείς και σαφείς διαδικασίες άμεσα προσβάσιμες για κάθε δανειολήπτη.

Καταλήγοντας: η υφιστάμενη νομοθεσία έχει θετικές διατάξεις αλλά και  σημαντικές ανεπάρκειες. Ειδικότερα παρουσιάζει προβλήματα ασυμβατότητας με το Αστικό Δίκαιο.

Στη βάση αυτή αισθανόμαστε ότι οι τράπεζες καθυστερούν και κωλυσιεργούν στη ρύθμιση των υποθέσεων των υπερχρεωμένων που τους προσκομίζονται προκειμένου να κερδίσουν χρόνο για να ολοκληρωθεί χωρίς μείζονες κοινωνικές αντιπαλότητες η ανακεφαλαίωσή τους. Μετά, μάλλον θα αντεπιτεθούν σφοδρά. Οι νομικοί σύμβουλοί μας μάς λένε ότι έχουν πολλά νομικά μέσα και μεγάλα περιθώρια να το κάνουν.

Εν κατακλείδι απαιτείται σύνεση, ευελιξία, εξειδίκευση και νομοτεχνική ακρίβεια.

Ελπίζουμε ότι τα παραπάνω σημεία θα αποτελέσουν αντικείμενο κοινού προβληματισμού εκ μέρος όλων των εμπλεκομένων φορέων.